- νεανικοῦ
- νεανικέωto be youthfulpres imperat mp 2nd sg (attic)νεανικέωto be youthfulimperf ind mp 2nd sg (attic)νεᾱνικοῦ , νεανικόςyouthfulmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κωνσταντινίδης, Ανδρέας — (Άγιος Θεόδωρος Λευκωσίας 1940 –). Κύπριος εκπαιδευτικός, δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στην παιδαγωγική ακαδημία Κύπρου, στο παιδαγωγικό ινστιτούτο Κύπρου και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπηρέτησε ως δάσκαλος σε σχολεία της Κύπρου, ενώ… … Dictionary of Greek
νεανικότητα — η (Α νεανικότης) [νεανικός] νεανική ηλικία νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού νεανικού, ζωτικότητα, θαλερότητα, ορμητικότητα 2. μτφ. σφρίγος, διάθεση, όρεξη … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Δημητριάδας και Αλμυρού, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα τον Βόλο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 134 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 188 κληρικοί. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση, λειτουργούν οι αρχιερατικές… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Λάχης — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός. Ήταν γιος του Μελανώπου και καταγόταν από τον δήμο Αιξωνής. Χαρακτηριζόταν ως ειρηνόφιλος και εχθρός των δημαγωγών. Το φθινόπωρο του 427 π.Χ. μετέβη στη Σικελία ως επικεφαλής μοίρας του αθηναϊκού στόλου για να… … Dictionary of Greek
Μαραθεύτης, Μιχαλάκης — (Πάφος Κύπρου 1926 –). Φιλόλογος, παιδαγωγός και συγγραφέας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στα παιδαγωγικά σε πανεπιστήμια της Αγγλίας και των ΗΠΑ. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως φιλόλογος σε γυμνάσια της… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Τεγέας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Τεγέας χτίστηκε στις αρχές του 20ού αι. στο χωριό Αλέα. Η συλλογή του περιλαμβάνει ευρήματα από τα νεολιθικά έως και τα βυζαντινά χρόνια. Τα πρωιμότερα ευρήματα που εκτίθενται στο μουσείο προέρχονται από τις περιοχές… … Dictionary of Greek